- διάσειστος
- ος , ον сотрясаемый, колеблемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάσειστος — διάσειστος, ον (Α) φρ. «διάσειστοι ἀστράγαλοι, κύβοι» για τα ζάρια που τα έχει κανείς κουνήσει με τα χέρια και κατόπιν τα ρίχνει … Dictionary of Greek
διάσειστον — διάσειστος shaken about masc/fem acc sg διάσειστος shaken about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασείστους — διάσειστος shaken about masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσειστοι — διάσειστος shaken about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάσειστος — εὐδιάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)] … Dictionary of Greek